- λιχουδιά
- ηβλ. λειχουδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιχουδιά — η 1. η λαχτάρα για φαγητό, η λαιμαργία. 2. στον πληθ., οι λιχουδιές εκλεκτά και ορεκτικά φαγητά ή γλυκίσματα: Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στις λιχουδιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαριδάκι — το 1. μικρή γαρίδα 2. κοινή ονομασία τού γένους Αμφίποδα Καρκινοειδή 3. παιδική λιχουδιά με γεύση γαρίδας … Dictionary of Greek
λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… … Dictionary of Greek
λειξουρία — η [λείξουρος] γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχουδιά … Dictionary of Greek
λειχουδιά — και λιχουδιά, η [λειχούδης] 1. η ιδιότητα τού λειχούδη, η μεγάλη επιθυμία φαγητών, ιδίως εκλεκτών 2. ιδίως στον πληθ.) οι λειχουδιές εκλεκτά φαγητά ή γλυκίσματα, φαγώσιμα που διεγείρουν την όρεξη, που προκαλούν τη λαιμαργία … Dictionary of Greek
χρηστοφαγία — ἡ, ΜΑ [χρηστοφάγος] εύγευστο φαγητό, λιχουδιά … Dictionary of Greek
λαχταριστός — ή, ό ελκυστικός, ποθητός: Έτρωγε μια λαχταριστή λιχουδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)